Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλυκῶπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτω
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
καλῴδιον
κάλως
καλωστρόφος
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
κάμηλος
View word page
καλῴδιον
καλῴδιον κᾰλῴδιον, ου, τό, Dim. of κάλως, a small cord, Ar., Thuc.
ShortDef
small cord
Debugging
Headword:
καλῴδιον
Headword (normalized):
καλῴδιον
Headword (normalized/stripped):
καλωδιον
IDX:
16585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16601
Key:
kalw/dion
Data
{'content': 'καλῴδιον\n κᾰλῴδιον, ου, τό,\n Dim. of κάλως,\n a small cord, Ar., Thuc.', 'key': 'kalw/dion'}