Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλυκοστέφανος
καλυκῶπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτω
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
καλῴδιον
κάλως
καλωστρόφος
καμάκινος
κάμαξ
καμάρα
καμασῆνες
καματηρός
κάματος
καματώδης
View word page
κάλχη
κάλχη .κάλχη, ἡ, the murex or purple limpet.
ShortDef
the murex
Debugging
Headword:
κάλχη
Headword (normalized):
κάλχη
Headword (normalized/stripped):
καλχη
IDX:
16584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16600
Key:
ka/lxh
Data
{'content': 'κάλχη\n .κάλχη, ἡ,\n the murex or purple limpet.', 'key': 'ka/lxh'}