Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἄμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
ἁμαξιτός
ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρα
ἁμαρτάνω
ἁμάρτημα
View word page
ἁμάξοικος
ἁμάξοικος dwelling in a wagon, Strab.
ShortDef
dwelling in a wagon
Debugging
Headword:
ἁμάξοικος
Headword (normalized):
ἁμάξοικος
Headword (normalized/stripped):
αμαξοικος
IDX:
1660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1660
Key:
a(ma/coikos
Data
{'content': 'ἁμάξοικος\n dwelling in a wagon, Strab.', 'key': 'a(ma/coikos'}