Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλοπέδιλα
καλοποιέω
καλός
κάλπις
κάλτιος
καλύβη
καλυκοστέφανος
καλυκῶπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτός
καλύπτρα
καλύπτω
καλχαίνω
Κάλχας
κάλχη
καλῴδιον
κάλως
καλωστρόφος
καμάκινος
View word page
καλύπτειρα
καλύπτειρα κᾰλύπτειρα, ἡ, = καλύπτρα, a veil, Anth.
ShortDef
a veil
Debugging
Headword:
καλύπτειρα
Headword (normalized):
καλύπτειρα
Headword (normalized/stripped):
καλυπτειρα
IDX:
16578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16594
Key:
kalu/pteira
Data
{'content': 'καλύπτειρα\n κᾰλύπτειρα, ἡ,\n = καλύπτρα,\n a veil, Anth.', 'key': 'kalu/pteira'}