Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλλύνω
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλοδιδάσκαλος
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἀγαθός
κᾶλον
καλοπέδιλα
καλοποιέω
καλός
κάλπις
κάλτιος
καλύβη
καλυκοστέφανος
καλυκῶπις
κάλυμμα
κάλυξ
καλύπτειρα
καλυπτός
View word page
καλοποιέω
καλοποιέω κᾰλο-ποιέω, fut. -ήσω to do good, NTest.
ShortDef
to do good
Debugging
Headword:
καλοποιέω
Headword (normalized):
καλοποιέω
Headword (normalized/stripped):
καλοποιεω
IDX:
16569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16585
Key:
kalopoie/w
Data
{'content': 'καλοποιέω\n κᾰλο-ποιέω,\n fut. -ήσω\n to do good, NTest.', 'key': 'kalopoie/w'}