Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλλοσύνη
κάλλυντρον
καλλύνω
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλοδιδάσκαλος
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἀγαθός
κᾶλον
καλοπέδιλα
καλοποιέω
καλός
κάλπις
κάλτιος
καλύβη
καλυκοστέφανος
καλυκῶπις
κάλυμμα
κάλυξ
View word page
κᾶλον
κᾶλον κᾶλον, ου, τό, wood, but only used in pl. κᾶλα, logs for burning (prob. from καίω) , Hhymn.: seasoned wood, for joinerʼs work, καμπύλα κ. Hes.

ShortDef

wood; ship

Debugging

Headword:
κᾶλον
Headword (normalized):
κᾶλον
Headword (normalized/stripped):
καλον
IDX:
16567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16583
Key:
ka=lon

Data

{'content': 'κᾶλον\n κᾶλον, ου, τό,\n wood, but only used in pl. κᾶλα, logs for burning (prob. from καίω) , Hhymn.: seasoned wood, for joinerʼs work, καμπύλα κ. Hes.', 'key': 'ka=lon'}