Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλλονή
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυντρον
καλλύνω
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλοδιδάσκαλος
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἀγαθός
κᾶλον
καλοπέδιλα
καλοποιέω
καλός
κάλπις
κάλτιος
καλύβη
καλυκοστέφανος
καλυκῶπις
View word page
καλοκἀγαθικός
καλοκἀγαθικός κᾰλοκἀγᾰθικός, ή, όν beseeming a καλὸς κἀγαθός, honourable:—adv. -κῶς, Plut. inclined to καλοκἀγαθία, Plut. from κᾰλοκἀγᾰθός

ShortDef

beseeming a καλὸς κἀγαθός

Debugging

Headword:
καλοκἀγαθικός
Headword (normalized):
καλοκἀγαθικός
Headword (normalized/stripped):
καλοκαγαθικος
IDX:
16565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16581
Key:
kaloka)gaqiko/s

Data

{'content': 'καλοκἀγαθικός\n κᾰλοκἀγᾰθικός, ή, όν\n beseeming a καλὸς κἀγαθός, honourable:—adv. -κῶς, Plut.\n inclined to καλοκἀγαθία, Plut.\n from κᾰλοκἀγᾰθός', 'key': 'kaloka)gaqiko/s'}