Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄμαλλα
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἄμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
ἁμαξιτός
ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
ἀμάρα
View word page
ἁμαξίτης
ἁμαξίτης ἅμαξα of or for a wagon, Anth.

ShortDef

of/for a wagon

Debugging

Headword:
ἁμαξίτης
Headword (normalized):
ἁμαξίτης
Headword (normalized/stripped):
αμαξιτης
IDX:
1658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1658
Key:
a(maci/ths

Data

{'content': 'ἁμαξίτης\n ἅμαξα\n of or for a wagon, Anth.', 'key': 'a(maci/ths'}