Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυντρον
καλλύνω
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλοδιδάσκαλος
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἀγαθός
κᾶλον
καλοπέδιλα
καλοποιέω
καλός
κάλπις
κάλτιος
View word page
καλλωπισμός
καλλωπισμός καλλωπισμός, οῦ, an adorning oneself, making a display, Plat., Xen. ornamentation, εἰς κ. for ornament, Xen.; καλλωπισμοὶ περὶ τὸ σῶμα Plat.

ShortDef

an adorning oneself, making a display

Debugging

Headword:
καλλωπισμός
Headword (normalized):
καλλωπισμός
Headword (normalized/stripped):
καλλωπισμος
IDX:
16562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16578
Key:
kallwpismo/s

Data

{'content': 'καλλωπισμός\n καλλωπισμός, οῦ,\n an adorning oneself, making a display, Plat., Xen.\n ornamentation, εἰς κ. for ornament, Xen.; καλλωπισμοὶ περὶ τὸ σῶμα Plat.', 'key': 'kallwpismo/s'}