Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλλιφωνία
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυντρον
καλλύνω
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλοδιδάσκαλος
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἀγαθός
κᾶλον
καλοπέδιλα
καλοποιέω
καλός
κάλπις
View word page
καλλώπισμα
καλλώπισμα from καλλωπίζω καλλώπισμα, ατος, τό, ornament, embellishment, Plat.
ShortDef
ornament, embellishment
Debugging
Headword:
καλλώπισμα
Headword (normalized):
καλλώπισμα
Headword (normalized/stripped):
καλλωπισμα
IDX:
16561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16577
Key:
kallw/pisma
Data
{'content': 'καλλώπισμα\n from καλλωπίζω\n καλλώπισμα, ατος, τό,\n ornament, embellishment, Plat.', 'key': 'kallw/pisma'}