Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλιφωνία
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυντρον
καλλύνω
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλοδιδάσκαλος
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἀγαθός
κᾶλον
καλοπέδιλα
καλοποιέω
View word page
καλλύνω
καλλύνω καλλύ_νω, καλός to beautify: metaph. to gloss over, Soph. Mid. to pride oneself in a thing, Plat.

ShortDef

to beautify

Debugging

Headword:
καλλύνω
Headword (normalized):
καλλύνω
Headword (normalized/stripped):
καλλυνω
IDX:
16559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16575
Key:
kallu/nw

Data

{'content': 'καλλύνω\n καλλύ_νω,\n καλός\n to beautify: metaph. to gloss over, Soph.\n Mid. to pride oneself in a thing, Plat.', 'key': 'kallu/nw'}