Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλλιτεχνία
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλιφωνία
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυντρον
καλλύνω
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλοδιδάσκαλος
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
καλοκἀγαθός
View word page
κάλλος
κάλλος κάλλος, εος, καλός beauty, Hom., etc.:— ἐς κάλλος with an eye to beauty, so as to set off her beauty, Eur.; but, εἰς κ. ζῆν for pleasure, Xen. of persons, a beauty, Xen., Luc. in pl. also rich garments and stuffs, Aesch., Plat.; κάλλεα κηροῦ beautiful works of wax, i. e. honeycombs, Anth.

ShortDef

beauty

Debugging

Headword:
κάλλος
Headword (normalized):
κάλλος
Headword (normalized/stripped):
καλλος
IDX:
16556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16572
Key:
ka/llos

Data

{'content': 'κάλλος\n κάλλος, εος,\n καλός\n beauty, Hom., etc.:— ἐς κάλλος with an eye to beauty, so as to set off her beauty, Eur.; but, εἰς κ. ζῆν for pleasure, Xen.\n of persons, a beauty, Xen., Luc.\n in pl. also rich garments and stuffs, Aesch., Plat.; κάλλεα κηροῦ beautiful works of wax, i. e. honeycombs, Anth.', 'key': 'ka/llos'}