Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλλίτεκνος
καλλιτεχνία
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλιφωνία
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυντρον
καλλύνω
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
καλοδιδάσκαλος
καλοκἀγαθία
καλοκἀγαθικός
View word page
καλλονή
καλλονή καλλονή, ἡ, κάλλος beauty, Hdt., Eur.
ShortDef
beauty
Debugging
Headword:
καλλονή
Headword (normalized):
καλλονή
Headword (normalized/stripped):
καλλονη
IDX:
16555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16571
Key:
kallonh/
Data
{'content': 'καλλονή\n καλλονή, ἡ,\n κάλλος\n beauty, Hdt., Eur.', 'key': 'kallonh/'}