Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμάλθακτος
ἄμαλλα
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἄμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
ἁμαξιτός
ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
ἀμάραντος
View word page
ἁμαξίς
ἁμαξίς Dim. of ἅμαξα a little wagon, Lat. plostellum, Hdt., Ar.
ShortDef
a little wagon
Debugging
Headword:
ἁμαξίς
Headword (normalized):
ἁμαξίς
Headword (normalized/stripped):
αμαξις
IDX:
1657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1657
Key:
a(maci/s
Data
{'content': 'ἁμαξίς\n Dim. of ἅμαξα\n a little wagon, Lat. plostellum, Hdt., Ar.', 'key': 'a(maci/s'}