Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάλλιστος
Καλλιστώ
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνία
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλιφωνία
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυντρον
καλλύνω
καλλωπίζω
καλλώπισμα
καλλωπισμός
View word page
καλλίφωνος
καλλίφωνος καλλί-φωνος, ὁ, ἡ, φωνή with a fine voice, Plat.
ShortDef
with a fine voice
Debugging
Headword:
καλλίφωνος
Headword (normalized):
καλλίφωνος
Headword (normalized/stripped):
καλλιφωνος
IDX:
16552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16568
Key:
kalli/fwnos
Data
{'content': 'καλλίφωνος\n καλλί-φωνος, ὁ, ἡ,\n φωνή\n with a fine voice, Plat.', 'key': 'kalli/fwnos'}