Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
Καλλιστώ
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνία
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλιφωνία
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνη
κάλλυντρον
καλλύνω
καλλωπίζω
View word page
καλλίφλοξ
καλλίφλοξ auspiciously burning, Eur.

ShortDef

auspiciously burning

Debugging

Headword:
καλλίφλοξ
Headword (normalized):
καλλίφλοξ
Headword (normalized/stripped):
καλλιφλοξ
IDX:
16550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16566
Key:
kalli/floc

Data

{'content': 'καλλίφλοξ\n auspiciously burning, Eur.', 'key': 'kalli/floc'}