Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
Καλλιστώ
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνία
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλιφωνία
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
κάλλος
καλλοσύνη
View word page
καλλίτοξος
καλλίτοξος καλλί-τοξος, ὁ, ἡ, τόξον with beautiful bow, Eur.
ShortDef
with beautiful bow
Debugging
Headword:
καλλίτοξος
Headword (normalized):
καλλίτοξος
Headword (normalized/stripped):
καλλιτοξος
IDX:
16547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16563
Key:
kalli/tocos
Data
{'content': 'καλλίτοξος\n καλλί-τοξος, ὁ, ἡ,\n τόξον\n with beautiful bow, Eur.', 'key': 'kalli/tocos'}