Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλλιρρήμων
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
Καλλιστώ
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνία
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
καλλιφωνία
καλλίφωνος
καλλίχορος
καλλίων
καλλονή
View word page
καλλίτεκνος
καλλίτεκνος καλλί-τεκνος, ον τέκνον with fair children, Plut., Luc.
ShortDef
with fair children
Debugging
Headword:
καλλίτεκνος
Headword (normalized):
καλλίτεκνος
Headword (normalized/stripped):
καλλιτεκνος
IDX:
16545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16561
Key:
kalli/teknos
Data
{'content': 'καλλίτεκνος\n καλλί-τεκνος, ον\n τέκνον\n with fair children, Plut., Luc.', 'key': 'kalli/teknos'}