Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμαλδύνω
ἀμάλθακτος
ἄμαλλα
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἄμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
ἁμαξιτός
ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
ἀμαράντινος
View word page
ἁμαξιαῖος
ἁμαξιαῖος ἅμαξα large enough to load a wagon, λίθος Xen., etc.

ShortDef

large enough to load a wagon

Debugging

Headword:
ἁμαξιαῖος
Headword (normalized):
ἁμαξιαῖος
Headword (normalized/stripped):
αμαξιαιος
IDX:
1656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1656
Key:
a(maciai=os

Data

{'content': 'ἁμαξιαῖος\n ἅμαξα\n large enough to load a wagon, λίθος Xen., etc.', 'key': 'a(maciai=os'}