Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλιρέω
καλλίροος
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
Καλλιστώ
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνία
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
καλλίφλοξ
View word page
καλλιστεύω
καλλιστεύω καλλιστεύω, fut. -σω κάλλιστος to be the most beautiful, Hdt., Eur.; c. gen., καλλιστεύσει πασέων τῶν γυναικῶν Hdt.:—also in Mid., δῶρʼ ἃ καλλιστεύεται Eur.

ShortDef

to be the most beautiful

Debugging

Headword:
καλλιστεύω
Headword (normalized):
καλλιστεύω
Headword (normalized/stripped):
καλλιστευω
IDX:
16540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16556
Key:
kallisteu/w

Data

{'content': 'καλλιστεύω\n καλλιστεύω,\n fut. -σω\n κάλλιστος\n to be the most beautiful, Hdt., Eur.; c. gen., καλλιστεύσει πασέων τῶν γυναικῶν Hdt.:—also in Mid., δῶρʼ ἃ καλλιστεύεται Eur.', 'key': 'kallisteu/w'}