καλλιστεύω
καλλιστεύω
καλλιστεύω,
fut. -σω
κάλλιστος
to be the most beautiful, Hdt., Eur.; c. gen., καλλιστεύσει πασέων τῶν γυναικῶν Hdt.:—also in Mid., δῶρʼ ἃ καλλιστεύεται Eur.
{ "content": "καλλιστεύω\n καλλιστεύω,\n fut. -σω\n κάλλιστος\n to be the most beautiful, Hdt., Eur.; c. gen., καλλιστεύσει πασέων τῶν γυναικῶν Hdt.:—also in Mid., δῶρʼ ἃ καλλιστεύεται Eur.", "key": "kallisteu/w" }