Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλιρέω
καλλίροος
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
Καλλιστώ
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνία
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
καλλίφθογγος
View word page
καλλίστευμα
καλλίστευμα καλλίστευμα, ατος, τό, exceeding beauty, Eur. the first-fruits of beauty or the most beautiful, Eur. from καλλιστεύω

ShortDef

exceeding beauty

Debugging

Headword:
καλλίστευμα
Headword (normalized):
καλλίστευμα
Headword (normalized/stripped):
καλλιστευμα
IDX:
16539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16555
Key:
kalli/steuma

Data

{'content': 'καλλίστευμα\n καλλίστευμα, ατος, τό,\n exceeding beauty, Eur.\n the first-fruits of beauty or the most beautiful, Eur.\n from καλλιστεύω', 'key': 'kalli/steuma'}