Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλιρέω
καλλίροος
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
Καλλιστώ
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνία
καλλίτοξος
καλλιφεγγής
View word page
καλλιστεῖον
καλλιστεῖον καλλιστεύω the prize of beauty, Eur. in pl. = ἀριστεῖα, the meed of valour, Soph.
ShortDef
the prize of beauty
Debugging
Headword:
καλλιστεῖον
Headword (normalized):
καλλιστεῖον
Headword (normalized/stripped):
καλλιστειον
IDX:
16538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16554
Key:
kallistei=on
Data
{'content': 'καλλιστεῖον\n καλλιστεύω\n the prize of beauty, Eur.\n in pl. = ἀριστεῖα, the meed of valour, Soph.', 'key': 'kallistei=on'}