Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλλίπρῳρος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλιρέω
καλλίροος
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
καλλιστεύω
καλλιστέφανος
κάλλιστος
Καλλιστώ
καλλίσφυρος
καλλίτεκνος
καλλιτεχνία
View word page
καλλίρροος
καλλίρροος καλλίρ-ρους, ουν beautiful flowing, Hom., Aesch.:—metaph. of the flute, Pind.— Fem. Καλλιρόη, one of the Oceanids, Hhymn., Hes.:— but Καλλιρρόη, also, a spring at Athens, later Ἐννεάκρουνος (but now again Καλλιρρόη) , Thuc.

ShortDef

beautiful-flowing

Debugging

Headword:
καλλίρροος
Headword (normalized):
καλλίρροος
Headword (normalized/stripped):
καλλιρροος
IDX:
16536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16551
Key:
kalli/rrous

Data

{'content': 'καλλίρροος\n καλλίρ-ρους, ουν\n beautiful flowing, Hom., Aesch.:—metaph. of the flute, Pind.— Fem. Καλλιρόη, one of the Oceanids, Hhymn., Hes.:— but Καλλιρρόη, also, a spring at Athens, later Ἐννεάκρουνος (but now again Καλλιρρόη) , Thuc.', 'key': 'kalli/rrous'}