Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμάλθακτος
ἄμαλλα
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἄμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
ἁμαξιτός
ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
ἅμα
ἀμάρακον
View word page
ἁμαξήρης
ἁμαξήρης v. -ήρης of or on a carriage, Aesch.; ἁμ. τρίβος a high-road, Eur.
ShortDef
of/on a carriage
Debugging
Headword:
ἁμαξήρης
Headword (normalized):
ἁμαξήρης
Headword (normalized/stripped):
αμαξηρης
IDX:
1655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1655
Key:
a(mach/rhs
Data
{'content': 'ἁμαξήρης\n v. -ήρης\n of or on a carriage, Aesch.; ἁμ. τρίβος a high-road, Eur.', 'key': 'a(mach/rhs'}