καλλιρέεθρος
καλλιρέεθρος
καλλι-ρέεθρος, ον
ῥέεθρον
beautiful-flowing, Od., Eur.
{
"content": "καλλιρέεθρος\n καλλι-ρέεθρος, ον\n ῥέεθρον\n beautiful-flowing, Od., Eur.",
"key": "kallire/eqros"
}