Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλλίπεπλος
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπολις
καλλιπόταμος
καλλίπρῳρος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλιρέω
καλλίροος
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
καλλίρροος
καλλιστάδιος
καλλιστεῖον
καλλίστευμα
View word page
καλλιπύργωτος
καλλιπύργωτος καλλι-πύργωτος, ον = καλλίπυργος, Eur.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καλλιπύργωτος
Headword (normalized):
καλλιπύργωτος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπυργωτος
IDX:
16529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16544
Key:
kallipu/rgwtos
Data
{'content': 'καλλιπύργωτος\n καλλι-πύργωτος, ον\n = καλλίπυργος, Eur.', 'key': 'kallipu/rgwtos'}