Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλλιπάρθενος
καλλι-
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπολις
καλλιπόταμος
καλλίπρῳρος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλιρέω
καλλίροος
καλλιρρημοσύνη
καλλιρρήμων
καλλίρροος
View word page
καλλίπρῳρος
καλλίπρῳρος καλλί-πρῳρος, ον πρῴρα with beautiful prow, Eur.:— metaph. with beautiful face, beautiful, Aesch.

ShortDef

with beautiful prow

Debugging

Headword:
καλλίπρῳρος
Headword (normalized):
καλλίπρῳρος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπρωρος
IDX:
16526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16541
Key:
kalli/prw|ros

Data

{'content': 'καλλίπρῳρος\n καλλί-πρῳρος, ον\n πρῴρα\n with beautiful prow, Eur.:— metaph. with beautiful face, beautiful, Aesch.', 'key': 'kalli/prw|ros'}