Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλι-
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπολις
καλλιπόταμος
καλλίπρῳρος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλιρέω
καλλίροος
View word page
καλλίπλουτος
καλλίπλουτος καλλί-πλουτος, ον adorned with riches, Pind.

ShortDef

adorned with riches

Debugging

Headword:
καλλίπλουτος
Headword (normalized):
καλλίπλουτος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπλουτος
IDX:
16523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16538
Key:
kalli/ploutos

Data

{'content': 'καλλίπλουτος\n καλλί-πλουτος, ον\n adorned with riches, Pind.', 'key': 'kalli/ploutos'}