Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλι-
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπολις
καλλιπόταμος
καλλίπρῳρος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
καλλίπωλος
καλλιρέεθρος
καλλιρέω
View word page
καλλιπλόκαμος
καλλιπλόκαμος καλλι-πλόκᾰμος, ὁ, ἡ, with beautiful locks, Hom., Eur.
ShortDef
with beautiful locks
Debugging
Headword:
καλλιπλόκαμος
Headword (normalized):
καλλιπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπλοκαμος
IDX:
16522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16537
Key:
kalliplo/kamos
Data
{'content': 'καλλιπλόκαμος\n καλλι-πλόκᾰμος, ὁ, ἡ,\n with beautiful locks, Hom., Eur.', 'key': 'kalliplo/kamos'}