Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνικος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλι-
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπολις
καλλιπόταμος
καλλίπρῳρος
καλλίπυλος
καλλίπυργος
καλλιπύργωτος
View word page
καλλίπεπλος
καλλίπεπλος καλλί-πεπλος, ὁ, ἡ, with beautiful robe, Pind., Eur.
ShortDef
with beautiful robe
Debugging
Headword:
καλλίπεπλος
Headword (normalized):
καλλίπεπλος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπεπλος
IDX:
16519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16534
Key:
kalli/peplos
Data
{'content': 'καλλίπεπλος\n καλλί-πεπλος, ὁ, ἡ,\n with beautiful robe, Pind., Eur.', 'key': 'kalli/peplos'}