Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλλικρήδεμνος
καλλιλογέω
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνικος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλι-
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπολις
καλλιπόταμος
καλλίπρῳρος
View word page
καλλιπάρθενος
καλλιπάρθενος καλλι-πάρθενος, ον with beautiful nymphs, Eur.; δέρη κ. necks of beauteous maidens, Eur.
ShortDef
with beautiful nymphs
Debugging
Headword:
καλλιπάρθενος
Headword (normalized):
καλλιπάρθενος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπαρθενος
IDX:
16516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16531
Key:
kallipa/rqenos
Data
{'content': 'καλλιπάρθενος\n καλλι-πάρθενος, ον\n with beautiful nymphs, Eur.; δέρη κ. necks of beauteous maidens, Eur.', 'key': 'kallipa/rqenos'}