Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλλίκομος
καλλικρήδεμνος
καλλιλογέω
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνικος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλι-
καλλιπέδιλος
καλλίπεπλος
καλλιπέτηλος
καλλίπηχυς
καλλιπλόκαμος
καλλίπλουτος
καλλίπολις
καλλιπόταμος
View word page
καλλιπάρηος
καλλιπάρηος καλλι-πάρηος, ον παρειά beautiful-cheeked, Hom.
ShortDef
beautiful-cheeked
Debugging
Headword:
καλλιπάρηος
Headword (normalized):
καλλιπάρηος
Headword (normalized/stripped):
καλλιπαρηος
IDX:
16515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16530
Key:
kallipa/rhos
Data
{'content': 'καλλιπάρηος\n καλλι-πάρηος, ον\n παρειά\n beautiful-cheeked, Hom.', 'key': 'kallipa/rhos'}