Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄμαθος
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμάλθακτος
ἄμαλλα
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἄμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
ἁμαξιτός
ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
ἁμαξοπληθής
ἁμαξουργός
View word page
ἁμαξεύς
ἁμαξεύς ἅμαξα for a wagon: βοῦς ἁ. a draught ox, Plut.

ShortDef

for a wagon

Debugging

Headword:
ἁμαξεύς
Headword (normalized):
ἁμαξεύς
Headword (normalized/stripped):
αμαξευς
IDX:
1653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1653
Key:
a(maceu/s

Data

{'content': 'ἁμαξεύς\n ἅμαξα\n for a wagon: βοῦς ἁ. a draught ox, Plut.', 'key': 'a(maceu/s'}