Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
καλλιθυτέω
καλλίκαρπος
καλλίκερως
Καλλικολώνη
καλλικόμας
καλλίκομος
καλλικρήδεμνος
καλλιλογέω
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνικος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
καλλι-
View word page
καλλιλογέω
καλλιλογέω καλλι-λογέομαι, Mid. to use specious phrases, Luc.
ShortDef
express in elegant diction, embellish
Debugging
Headword:
καλλιλογέω
Headword (normalized):
καλλιλογέω
Headword (normalized/stripped):
καλλιλογεω
IDX:
16507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16522
Key:
kalliloge/omai
Data
{'content': 'καλλιλογέω\n καλλι-λογέομαι,\n Mid. to use specious phrases, Luc.', 'key': 'kalliloge/omai'}