Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
καλλιθυτέω
καλλίκαρπος
καλλίκερως
Καλλικολώνη
καλλικόμας
καλλίκομος
καλλικρήδεμνος
καλλιλογέω
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνικος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
καλλιπάρθενος
View word page
καλλικρήδεμνος
καλλικρήδεμνος καλλι-κρήδεμνος, ὁ, ἡ, κρήδεμνον with beautiful headband, Od.
ShortDef
with beautiful headband
Debugging
Headword:
καλλικρήδεμνος
Headword (normalized):
καλλικρήδεμνος
Headword (normalized/stripped):
καλλικρηδεμνος
IDX:
16506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16521
Key:
kallikrh/demnos
Data
{'content': 'καλλικρήδεμνος\n καλλι-κρήδεμνος, ὁ, ἡ,\n κρήδεμνον\n with beautiful headband, Od.', 'key': 'kallikrh/demnos'}