Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλλιεπέομαι
καλλιερέω
καλλιζυγής
καλλίζωνος
καλλίθριξ
καλλιθυτέω
καλλίκαρπος
καλλίκερως
Καλλικολώνη
καλλικόμας
καλλίκομος
καλλικρήδεμνος
καλλιλογέω
καλλίμορφος
κάλλιμος
καλλίναος
καλλίνικος
κάλλιον
Καλλιόπη
καλλίπαις
καλλιπάρηος
View word page
καλλίκομος
καλλίκομος καλλί-κομος, ὁ, ἡ, κόμη beautiful-haired, of women, Hom., Hes., Ar.

ShortDef

beautiful-haired

Debugging

Headword:
καλλίκομος
Headword (normalized):
καλλίκομος
Headword (normalized/stripped):
καλλικομος
IDX:
16505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16520
Key:
kalli/komos

Data

{'content': 'καλλίκομος\n καλλί-κομος, ὁ, ἡ,\n κόμη\n beautiful-haired, of women, Hom., Hes., Ar.', 'key': 'kalli/komos'}