Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμαθής
ἀμαθία
ἄμαθος
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμάλθακτος
ἄμαλλα
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἄμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
ἁμαξιτός
ἁμάξοικος
ἁμαξοπηγός
View word page
ἁμάμαξυς
ἁμάμαξυς Deriv. unknown a vine trained on two poles, Sapph., etc.

ShortDef

a vine trained on two poles

Debugging

Headword:
ἁμάμαξυς
Headword (normalized):
ἁμάμαξυς
Headword (normalized/stripped):
αμαμαξυς
IDX:
1651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1651
Key:
a(ma/macus

Data

{'content': 'ἁμάμαξυς\n Deriv. unknown\n a vine trained on two poles, Sapph., etc.', 'key': 'a(ma/macus'}