Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄγη
ἀγή
ἀγήραος
ἀγησίλαος
ἀγησίχορος
ἀγητός
ἁγιασμός
ἁγίζω
ἀγινέω
ἅγιος
ἁγιστεία
ἁγιστεύω
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
View word page
ἁγιστεία
ἁγιστεία mostly in pl. holy rites, temple-worship, Isocr.

ShortDef

holy rites, temple-worship

Debugging

Headword:
ἁγιστεία
Headword (normalized):
ἁγιστεία
Headword (normalized/stripped):
αγιστεια
IDX:
165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n165
Key:
a(gistei/a

Data

{'content': 'ἁγιστεία\n mostly in pl. holy rites, temple-worship, Isocr.', 'key': 'a(gistei/a'}