Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλάπους
καλάσιρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
καλιά
καλιάς
καλινδέομαι
κάλλαιον
καλλιβλέφαρος
καλλιβόας
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάληνος
καλλίγαμος
καλλιγένεια
καλλιγέφυρος
καλλιγύναιξ
καλλιδίνης
καλλίδιφρος
View word page
καλλιβλέφαρος
καλλιβλέφαρος καλλι-βλέφᾰρος, ον βλέφαρον with beautiful eyelids, beautiful-eyed, Eur.

ShortDef

with beautiful eyelids, beautiful-eyed

Debugging

Headword:
καλλιβλέφαρος
Headword (normalized):
καλλιβλέφαρος
Headword (normalized/stripped):
καλλιβλεφαρος
IDX:
16483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16498
Key:
kallible/faros

Data

{'content': 'καλλιβλέφαρος\n καλλι-βλέφᾰρος, ον\n βλέφαρον\n with beautiful eyelids, beautiful-eyed, Eur.', 'key': 'kallible/faros'}