Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλαμώδης
καλάπους
καλάσιρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
καλιά
καλιάς
καλινδέομαι
κάλλαιον
καλλιβλέφαρος
καλλιβόας
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάληνος
καλλίγαμος
καλλιγένεια
καλλιγέφυρος
καλλιγύναιξ
καλλιδίνης
View word page
κάλλαιον
κάλλαιον κάλλαιον, ου, τό, a cockʼs comb: pl. κάλλαια, τά, the wattles, Lat. palea, Ar.
ShortDef
a cock's comb
Debugging
Headword:
κάλλαιον
Headword (normalized):
κάλλαιον
Headword (normalized/stripped):
καλλαιον
IDX:
16482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16497
Key:
ka/llaion
Data
{'content': 'κάλλαιον\n κάλλαιον, ου, τό,\n a cockʼs comb: pl. κάλλαια, τά, the wattles, Lat. palea, Ar.', 'key': 'ka/llaion'}