Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλαμόφθογγος
καλαμώδης
καλάπους
καλάσιρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
καλιά
καλιάς
καλινδέομαι
κάλλαιον
καλλιβλέφαρος
καλλιβόας
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάληνος
καλλίγαμος
καλλιγένεια
καλλιγέφυρος
καλλιγύναιξ
View word page
καλινδέομαι
καλινδέομαι κᾰλινδέομαι, only in pres. and imperf. Dep., to lie rolling about or wallowing, Lat. volutari, Hdt., Thuc.:— hence, to be constantly engaged in a thing, Lat. versari in aliqua re, Xen., etc.

ShortDef

to lie rolling about

Debugging

Headword:
καλινδέομαι
Headword (normalized):
καλινδέομαι
Headword (normalized/stripped):
καλινδεομαι
IDX:
16481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16496
Key:
kalinde/omai

Data

{'content': 'καλινδέομαι\n κᾰλινδέομαι,\n only in pres. and imperf.\n Dep., to lie rolling about or wallowing, Lat. volutari, Hdt., Thuc.:— hence, to be constantly engaged in a thing, Lat. versari in aliqua re, Xen., etc.', 'key': 'kalinde/omai'}