Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμοστεφής
καλαμόφθογγος
καλαμώδης
καλάπους
καλάσιρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
καλιά
καλιάς
καλινδέομαι
κάλλαιον
καλλιβλέφαρος
καλλιβόας
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάληνος
καλλίγαμος
View word page
καλήτωρ
καλήτωρ κᾰλήτωρ, ορος, καλέω a crier, Lat. calator, Il.
ShortDef
a crier
Debugging
Headword:
καλήτωρ
Headword (normalized):
καλήτωρ
Headword (normalized/stripped):
καλητωρ
IDX:
16478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16493
Key:
kalh/twr
Data
{'content': 'καλήτωρ\n κᾰλήτωρ, ορος,\n καλέω\n a crier, Lat. calator, Il.', 'key': 'kalh/twr'}