Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καλαμῖτις
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμοστεφής
καλαμόφθογγος
καλαμώδης
καλάπους
καλάσιρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
καλιά
καλιάς
καλινδέομαι
κάλλαιον
καλλιβλέφαρος
καλλιβόας
καλλίβοτρυς
καλλίβωλος
καλλιγάληνος
View word page
καλήμερος
καλήμερος κᾰλ-ήμερος, ον ἡμέρα with fortunate days, Anth.
ShortDef
with fortunate days
Debugging
Headword:
καλήμερος
Headword (normalized):
καλήμερος
Headword (normalized/stripped):
καλημερος
IDX:
16477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16492
Key:
kalh/meros
Data
{'content': 'καλήμερος\n κᾰλ-ήμερος, ον\n ἡμέρα\n with fortunate days, Anth.', 'key': 'kalh/meros'}