Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλαμηφάγος
καλαμηφόρος
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμίς
καλαμῖτις
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμοστεφής
καλαμόφθογγος
καλαμώδης
καλάπους
καλάσιρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
καλιά
καλιάς
καλινδέομαι
κάλλαιον
View word page
καλαμώδης
καλαμώδης κᾰλᾰμ-ώδης, ες εἶδος like reed, full of reeds, Anth.

ShortDef

like reed, full of reeds

Debugging

Headword:
καλαμώδης
Headword (normalized):
καλαμώδης
Headword (normalized/stripped):
καλαμωδης
IDX:
16472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16487
Key:
kalamw/dhs

Data

{'content': 'καλαμώδης\n κᾰλᾰμ-ώδης, ες\n εἶδος\n like reed, full of reeds, Anth.', 'key': 'kalamw/dhs'}