Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλαμαία
καλαμευτής
καλάμη
καλαμητομία
καλαμηφάγος
καλαμηφόρος
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμίς
καλαμῖτις
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμοστεφής
καλαμόφθογγος
καλαμώδης
καλάπους
καλάσιρις
καλαῦροψ
καλέω
καλήμερος
καλήτωρ
View word page
καλαμόεις
καλαμόεις κᾰλᾰμόεις, εσσα, εν of reed, Eur. from κάλᾰμος

ShortDef

of reed

Debugging

Headword:
καλαμόεις
Headword (normalized):
καλαμόεις
Headword (normalized/stripped):
καλαμοεις
IDX:
16468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16483
Key:
kalamo/eis

Data

{'content': 'καλαμόεις\n κᾰλᾰμόεις, εσσα, εν\n of reed, Eur.\n from κάλᾰμος', 'key': 'kalamo/eis'}