Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλάϊνος
κάλαϊς
καλαμαία
καλαμευτής
καλάμη
καλαμητομία
καλαμηφάγος
καλαμηφόρος
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμίς
καλαμῖτις
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμοστεφής
καλαμόφθογγος
καλαμώδης
καλάπους
καλάσιρις
καλαῦροψ
καλέω
View word page
καλαμίς
καλαμίς κᾰλᾰμίς, ῖδος, ἡ, κάλαμος a reed fishing-rod, Anth.

ShortDef

a reed fishing-rod

Debugging

Headword:
καλαμίς
Headword (normalized):
καλαμίς
Headword (normalized/stripped):
καλαμις
IDX:
16466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16481
Key:
kalami/s

Data

{'content': 'καλαμίς\n κᾰλᾰμίς, ῖδος, ἡ,\n \n κάλαμος\n a reed fishing-rod, Anth.', 'key': 'kalami/s'}