Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάλαθος
καλάϊνος
κάλαϊς
καλαμαία
καλαμευτής
καλάμη
καλαμητομία
καλαμηφάγος
καλαμηφόρος
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμίς
καλαμῖτις
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμοστεφής
καλαμόφθογγος
καλαμώδης
καλάπους
καλάσιρις
καλαῦροψ
View word page
καλαμίσκος
καλαμίσκος κᾰλᾰμίσκος, ὁ, Dim. of κάλαμος, a bit of reed, used as a phial, Ar.
ShortDef
a bit of reed
Debugging
Headword:
καλαμίσκος
Headword (normalized):
καλαμίσκος
Headword (normalized/stripped):
καλαμισκος
IDX:
16465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16480
Key:
kalami/skos
Data
{'content': 'καλαμίσκος\n κᾰλᾰμίσκος, ὁ,\n Dim. of κάλαμος,\n a bit of reed, used as a phial, Ar.', 'key': 'kalami/skos'}