Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀμαζονικός
Ἀμαζών
ἀμαθαίνω
ἀμαθής
ἀμαθία
ἄμαθος
ἀμαθύνω
ἀμαιμάκετος
ἀμαλδύνω
ἀμάλθακτος
ἄμαλλα
ἀμαλλοδετήρ
ἀμαλός
ἁμάμαξυς
ἄμαξα
ἁμαξεύς
ἁμαξεύω
ἁμαξήρης
ἁμαξιαῖος
ἁμαξίς
ἁμαξίτης
View word page
ἄμαλλα
ἄμαλλα ἀμάω cut corn, a sheaf, Soph., Plut.

ShortDef

cut wheat, a sheaf

Debugging

Headword:
ἄμαλλα
Headword (normalized):
ἄμαλλα
Headword (normalized/stripped):
αμαλλα
IDX:
1648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1648
Key:
a)/malla

Data

{'content': 'ἄμαλλα\n ἀμάω\n cut corn, a sheaf, Soph., Plut.', 'key': 'a)/malla'}