Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καλαθίσκος
κάλαθος
καλάϊνος
κάλαϊς
καλαμαία
καλαμευτής
καλάμη
καλαμητομία
καλαμηφάγος
καλαμηφόρος
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμίς
καλαμῖτις
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμοστεφής
καλαμόφθογγος
καλαμώδης
καλάπους
καλάσιρις
View word page
καλάμινος
καλάμινος κᾰλάμῐνος, η, ον κάλᾰμος made of reed, Hdt. made of cane, Hdt.

ShortDef

made of reed

Debugging

Headword:
καλάμινος
Headword (normalized):
καλάμινος
Headword (normalized/stripped):
καλαμινος
IDX:
16464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16479
Key:
kala/minos

Data

{'content': 'καλάμινος\n κᾰλάμῐνος, η, ον\n κάλᾰμος\n made of reed, Hdt.\n made of cane, Hdt.', 'key': 'kala/minos'}