Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κάκωσις
καλαθίσκος
κάλαθος
καλάϊνος
κάλαϊς
καλαμαία
καλαμευτής
καλάμη
καλαμητομία
καλαμηφάγος
καλαμηφόρος
καλάμινος
καλαμίσκος
καλαμίς
καλαμῖτις
καλαμόεις
κάλαμος
καλαμοστεφής
καλαμόφθογγος
καλαμώδης
καλάπους
View word page
καλαμηφόρος
καλαμηφόρος κᾰλᾰμη-φόρος, ον φέρω carrying reeds, Xen.
ShortDef
carrying reeds
Debugging
Headword:
καλαμηφόρος
Headword (normalized):
καλαμηφόρος
Headword (normalized/stripped):
καλαμηφορος
IDX:
16463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16478
Key:
kalamhfo/ros
Data
{'content': 'καλαμηφόρος\n κᾰλᾰμη-φόρος, ον\n φέρω\n carrying reeds, Xen.', 'key': 'kalamhfo/ros'}